παρεσφάλθαι

παρεσφάλθαι
παρασφάλλω
cause to glance off to the side
perf inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρασφάλλω — ΜΑ παθ. παρασφάλλομαι μτφ. πλανώμαι, παραπλανώμαι, σφάλλω, υποπίπτω σε σφάλμα («μηδαμοῡ παρεσφάλθαι τῆς ἀληθείας», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. (για βέλος) κάνω κάτι να πέσει στα πλάγια, να εκτραπεί από τον στόχο του, να αστοχήσει («παρέσφηλεν γὰρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”